σερβίρω — σερβίρω, σέρβιρα και σερβίρισα βλ. πίν. 56 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σερβίρω — (λ. γαλλ.), σερβίρισα, σερβιρίστηκα, σερβιρισμένος, προσκομίζω φαγητά ή ποτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερβίρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
εγκανάσσω — ἐγκανάσσω (Α) ρίχνω στο ποτήρι, σερβίρω ποτό … Dictionary of Greek
κενώνω — (Α κενῶ, όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) [κενός] κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω νεοελλ. μσν. μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω μσν. 1. τρέχω, κυλώ 2. εξαντλώ, καταδαπανώ μσν. αρχ. αφήνομαι κενός, μένω άδειος αρχ. 1. εγκαταλείπω κάποιο… … Dictionary of Greek
παραθέτω — 1. θέτω πολλά πράγματα το ένα κοντά στο άλλο 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω 3. (σχετικά με φαγητό) προσφέρω, σερβίρω 4. αναφέρω το ένα μετά το άλλο, αραδιάζω 5. μνημονεύω χωρίο κειμένου σε γραπτό λόγο 6. προσάγω, προσκομίζω … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… … Dictionary of Greek
σερβίς — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ πονγκ) η πρώτη βολή τής μπάλας, η πρώτη μπαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. service < servir (βλ. λ. σερβίρω)] … Dictionary of Greek